Το Μεγάλο Θαύμα της Μεγαλόχαρης

10 ΣΕΠΤΕΜΒΙΟΥ 1943
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

«Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει». 
Το πάθος του Έλληνα για τη λεφτεριά.

Η επίσημη γιορτή και πανήγυρη είναι η 10η Σεπτεμβρίου. Είναι η μέρα που ο Ορχομενός σώθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής το 1943. Όταν έγινε η συνθηκολόγηση των Ιταλών, κάποιοι κάτοικοι του Ορχομενού, που είχαν σχέση με ανταρτικές ομάδες, προχώρησαν προς τη Λιβαδειά στο σταθμό του τραίνου. Έδρευε τότε στο σταθμό του τρένου Ιταλική φρουρά. Φτάνοντας εκεί οι Ορχομένιοι είπαν στους Ιταλούς «Ή μας παραδίνετε τα όπλα σας, ή οι αντάρτες που είναι στην περιοχή του Ορχομενού θα σας χτυπήσουν». Οι Ιταλοί δεν παραδόθηκαν στους Ορχομενίους, αλλά κανονικά παραδόθηκαν στους Γερμανούς, στους οποίους και μετέφεραν τα περιστατικά: «Ήρθαν οι Ορχομένιοι…, μας ζήτησαν να τους παραδώσουμε τα όπλα μας… μας είπαν ότι θα μας κτυπήσουν οι αντάρτες…» Έτσι, οι Γερμανοί αποφάσισαν να έρθουν στον Ορχομενό, να κάψουν το χωριό και να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους κατοίκους. (Ζούσαν μέχρι πρόσφατα κάποιοι από τους ανθρώπους αυτούς, που είχαν πάει στο τρένο. Μάλιστα πολλές φορές κουβεντιάζοντας μαζί τους, τους λέγαμε: «Τι ήταν αυτό που πήγατε να κάνετε; Πήγατε να καταστρέψετε ένα ολόκληρο χωριό, θα γινόσασταν αιτία να χαθούν τόσοι άνθρωποι, να καεί όλος ο Ορχομενός; Τι δύναμη είχατε εσείς που πήγατε να πάρετε τα όπλα των Ιταλών; Είχατε καθόλου όπλα;» και μ’ ένα στόμα απαντούσαν «Πως δεν είχαμε όπλα! Απ’ όλα είχαμε. Και φτυάρια και τσεκούρια και κασμάδες και φκούλια… (αυτά που μαζεύουν τα δεμάτια και τα κάνουν θυμωνιές).» Και τους ακούγαμε χαμογελώντας. Μέσα μας όμως, σκεφτόμασταν ότι αυτός είναι ο αιώνιος Έλληνας… Και θυμόμασταν αυτό, που μας μάθαιναν σαν παιδιά στο δημοτικό σχολείο για τους μακρινούς προγόνους μας, τους αρχαίους Αθηναίους, οι οποίοι όταν νίκησαν τους Πέρσες στο Μαραθώνα, τους κυνήγησαν μέχρι τη θάλασσα για να τους καταστρέψουν και τα καράβια τους. Και άρπαζαν οι Αθηναίοι τα καράβια με τα χέρια, θέλοντας να εμποδίσουν τους Πέρσες να φύγουν. Και οι Πέρσες πάνω από το καράβι έκοβαν πρώτα το ένα χέρι, ενώ το άλλο χέρι εξακολουθούσε να κρατάει το καράβι. Κι όταν έκοβαν και το άλλο χέρι, τότε ο Αθηναίος έκανε ένα σάλτο και άρπαζε με τα δόντια του το καράβι, θέλοντας να έρθουν οι άλλοι να το καταστρέψουν, μέχρι που οι Πέρσες του έκοβαν το κεφάλι. Ο Έλληνας διαχρονικά είναι πάντα ο ίδιος, και πραγματικά γίνεται θηρίο, όταν κάποιοι θέλουν να του στερήσουν το ύψιστο αγαθό που του έδωσε ο Καλός Θεός, την ελευθερία του).


ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΟΝ ΟΡΧΟΜΕΝΟ

Οι Γερμανοί έφτασαν στον Ορχομενό τις απογευματινές ώρες της 9ης Σεπτεμβρίου. Ένα τμήμα του Γερμανικού στρατού έμεινε μέσα στο χωριό, ενώ ένα άλλο τμήμα με τρία τανκς, προχώρησε ευθεία μπροστά από την εκκλησία, για να πάει στην περιοχή όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες βρίσκονταν οι αντάρτες, αλλά και εκεί όπου έφυγαν οι περισσότεροι κάτοικοι, γιατί μόλις ακούστηκε ότι έρχονται οι Γερμανοί, ο Ορχομενός άδειασε και έφυγε σχεδόν όλος ο κόσμος για να γλιτώσει. Τα τρία τανκς πέρασαν μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας μας και προχώρησαν 550 μέτρα περίπου, οπότε το πρώτο τανκ, όπως πήγαινε ακινητοποιήθηκε στη μέση του δρόμου. Ούτε μπροστά μπορούσε να πάει, ούτε πίσω να γυρίσει. Το δεύτερο τανκ δοκίμασε να περάσει δίπλα κι έπεσε σε ένα χαντάκι, ενώ το τρίτο τανκ, που βγήκε αριστερά από το πρώτο είχε και αυτό την ίδια τύχη. Τρία τανκς την ίδια ευθεία, λες και κάποιος τα τραβούσε προς τα έγκατα της γης και τα εμπόδιζε να προχωρήσουν. Το γεγονός αυτό έγινε γύρω στα μεσάνυχτα της 9ης προς τη 10η Σεμπτεμβρίου. Πήγαιναν τέτοια ώρα οι Γερμανοί, γιατί ήθελαν να πιάσουν στον ύπνο και τους αντάρτες και τον κόσμο, αλλά φαίνεται ότι κάποιος είχε την έννοια του εδώ στον Ορχομενό, κάποιος αγρυπνούσε.


Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ 

Όταν ξημέρωσε η 10η Σεπτεμβρίου, ο επικεφαλής, ο οποίος λεγότανε Όφμαν, γύρισε πίσω στο χωριό και ζήτησε βοήθεια. Ζούσε τότε εδώ ένας Σέρβος, ο οποίος γνώριζε καλά τα γερμανικά. Με τη βοήθεια του Σέρβου βρήκαν και ένα τρακτέρ και πήγαν και τράβηξαν τα τανκς. Όταν κινήθηκε και το τρίτο τανκ, ο Γερμανός φώναξε «Θαύμα, θαύμα, τα τανκς κινήθηκαν σα να ήταν άδεια σπιρτόκουτα» κι ομολόγησε, ότι ενώ όλη νύχτα προσπαθούσαν οι Γερμανοί να κάνουνε κάτι με τα τανκς, χωρίς αποτέλεσμα πριν καλά καλά το τρακτέρ ασκήσει δύναμη στο κάθε τανκ, το κάθε τανκ έφευγε από μόνο του. Έδειξε την εκκλησία ο Γερμανός και είπε «Τι εκκλησία είναι αυτή;» Του απάντησε ο Σέρβος «Είναι που έφυγε η Παναγία και πήγε στους ουρανούς». Δεν ήξερε να του πει στα γερμανικά «Η Κοίμηση της Θεοτόκου». Ζήτησε να έρθει στην εκκλησία, ειδοποιήθηκαν οι ιερείς, ειδοποιήθηκαν οι πρόεδροι των χωριών, γιατί είχαμε τότε δυο κοινότητες, Σκριπούς και Πετρομαγούλας. Μαζεύτηκε κόσμος κι ο Γερμανός μπήκε μπροστά απ’ όλους μέσα στην εκκλησία. Από την πρώτη στιγμή που μπήκε μέσα στο ναό της Παναγίας μας, έδειξε ότι κάτι έψαχνε. Κάτι γύρευε. Όπου έβλεπε εικόνα, πήγαινε και την κοιτούσε. Οι τοίχοι της εκκλησίας, που σήμερα είναι γυμνοί τώρα, ήτανε γεμάτοι από φορητές εικόνες, οι οποίες έπαθαν ζημιά από τον εμπρησμό του ’95. Κάποιες είναι ακόμα στα εργαστήρια των συντηρητών, ενώ κάποιες άλλες συντηρήθηκαν. Όπου έβλεπε λοιπόν εικόνα ο Γερμανός, πήγαινε και την κοιτούσε. Δε βρήκε στο μεσαίο κλίτος, αυτό που έψαχνε, ξαναγύρισε στον πρόναο και ήρθε στο κλίτος που είναι το παρεκκλήσι του Αποστόλου Παύλου. Φτάνοντας τέσσερα με πέντε μέτρα από το τέμπλο του Αποστόλου Παύλου, γονάτισε κάτω ο Γερμανός, σήκωσε το χέρι του, και έδειξε την εικόνα της Παναγίας που ήτανε στο τέμπλο του Αποστόλου Παύλου. Δείχνοντας την εικόνα είπε «Αυτή η γυναίκα σας έσωσε, να την τιμάτε και να την δοξάζετε».

Τι είχε συμβεί; Σύμφωνα με την ομολογία του Όφμαν και των άλλων στρατιωτών, την ώρα που πήγαιναν τα τανκς για να δουν τι θα κάνουν με τους αντάρτες και ν’ αναγκάσουν τον κόσμο να γυρίσει πίσω στο χωριό και μετά να βάλουν φωτιά και να γίνει το μακελειό και η καταστροφή η μεγάλη, ακούστηκε μία γυναικεία κραυγή πόνου και αγωνίας και μέσα σε μια φωτεινή νεφέλη, παρουσιάστηκε μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, η οποία είχε το χέρι της σηκωμένο σε απαγορευτική στάση, κοιτούσε τους γερμανούς με αυστηρό βλέμμα, με αποτέλεσμα τα τανκς να ακινητοποιηθούν. Όταν ο Γερμανός είδε την εικόνα της Παναγίας ομολόγησε και είπε: «Αυτή η γυναίκα παρουσιάστηκε μπροστά μου, αυτή η γυναίκα σταμάτησε τα τανκς». Και συνέχισε: «Mη φοβάστε και δε θα σας κάνουμε κακό και μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, ο τόπος σας θα είναι κάτω από την προστασία μου». Και ξέρουμε ότι ο Όφμαν τήρησε την υπόσχεσή του, γιατί όταν μετά από μερικές εβδομάδες έγινε κάποιο επεισόδιο με τους αντάρτες και είχαν μαζέψει οι Γερμανοί όλους τους άντρες και έγινε επιλογή των νεοτέρων και τους πήραν και τους είχαν υπό κράτηση στη Λιβαδειά, πριν αποφασίσουν οι Γερμανοί τι θα κάνουν μαζί τους, επενέβη ο Όφμαν και αφέθησαν όλοι ελεύθεροι, χωρίς να πάθει κανένας το παραμικρό. Εκείνη την ημέρα στις 10 Σεπτεμβρίου, οι Ορχομένιοι έκαναν και τραπέζι στους Γερμανούς, για να τους ευχαριστήσουν που δεν τους έκαναν κακό και μάλιστα ζουν ακόμα πολλές γιαγιάδες, που θυμούνται ότι τότε σα μικρά κορίτσια τις έστειλαν στο σπίτι οι γονείς τους για να πάρουν ψωμί, τυρί, κρασί, αυγά, κανένα κοτόπουλο και γενικά ότι είχαν στα σπίτια οι άνθρωποι για να κάνουν το τραπέζι να φάνε ο Όφμαν και οι άλλοι στρατιώτες, που ήταν μαζί του. Όσοι παρακάθισαν στο τραπέζι αυτό, (μεταξύ αυτών και ο τότε πρόεδρος της κοινότητος Σκριπούς αείμνηστος Δημήτριος Γκικόπουλος) θυμούνται τον Όφμαν, που έλεγε και ξανάλεγε μία στερεότυπη φράση. Κάποια στιγμή ρώτησαν το Σέρβο, «Τι λέει ο Γερμανός;». Ο Γερμανός έλεγε και ξανάελεγε: «Να χρωστάτε χάρη στην Παναγία, γιατί σήμερα θα παθαίνατε μεγάλο κακό». 

Οι Γερμανοί ευχαριστήθηκαν με τη συμπεριφορά των Ορχομενίων και πριν φύγουν, ο Γερμανός Όφμαν πρώτα και στη συνέχεια και άλλοι στρατιώτες, πρόσφεραν κάποια χρήματα στην εκκλησία. Με τα χρήματα αυτά έγινε η πρώτη απεικόνιση του θαύματος. Είναι ένα λάβαρο το οποίο βρίσκεται κρεμασμένο στο Άγιο Βήμα του Αποστόλου Πέτρου. Το λάβαρο εικονίζει την Παναγία μας, στα πόδια της είναι ένας άντρας, μία γυναίκα και ένα παιδί, που συμβολίζουν το λαό του Ορχομενού, που ζήτησε τη σκέπη και την προστασία της. Η Παναγία τους σκεπάζει με το αριστερό της το χέρι, ενώ με το δεξί της χέρι σταματάει τα τανκς, τα οποία είναι ριγμένα στα δεξιά της.

Λέγεται ότι κάποτε ένας άνθρωπος, που αγαπούσε υπερβολικά το Χριστό και εφάρμοζε το Ευαγγέλιο στη ζωή του, ζήτησε από Τον Χριστό μια μεγάλη χάρη, να βρεθεί στον Παράδεισο πριν πεθάνει. Ο Χριστός του έκανε τη χάρη και ο άνθρωπος περιδιάβηκε όλο τον Παράδεισο και στο τέλος πήγε κοντά Στον Χριστό. Σε ευχαριστώ Κύριε Του είπε γιατί ευδόκησες να πραγματοποιηθεί αυτή η μεγάλη μου επιθυμία, όπως έκανες πριν από χρόνια πολλά και για τον μεγάλο Απόστολο Παύλο. Σε ευχαριστώ γιατί είδα τα κάλλη του παραδείσου και άκουσα τους Αγγέλους να δοξολογούν το όνομα της Αγίας Τριάδος. Σε ευχαριστώ Κύριε γιατί με αξίωσες να δω τους Αποστόλους σου, τους Μεγάλους Ιεράρχες, τους Ιερομάρτυρες και τους Μεγαλομάρτυρες τους Οσίους και Δικαίους και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και άνδρες και γυναίκες. Όσο όμως κι αν έψαξα, όσο κι αν προσπάθησα δεν είδα πουθενά την Μητέρα σου Κύριε Την Υπεραγία Θεοτόκο, ενώ εγώ γνωρίζω ότι τρεις μέρες μετά την Κοίμησή της, την ανέστησες για να την έχεις μαζί σου στον παράδεισο, στον ουρανό. Χαμογέλασε ο Χριστός μας και είπε: « Η Παναγία, η Πανάχραντη μητέρα μου σπάνια βρίσκεται μαζί μου στον ουρανό. Συνήθως βρίσκεται κοντά σας, κάτω στη γη. Κάθε φορά που την επικαλείσθε, κάθε φορά που κινδυνεύετε, κάθε φορά που ζητάτε την βοήθειά της τρέχει κοντά σας, για να σας βοηθήσει, για να σας προστατέψει, για να σκουπίσει τα δάκρυά σας, για να ακουμπήσει το Άγιο χέρι της στο πρόσωπό σας, που καίγεται από τον πυρετό, για να σας σηκώσει από το πέσιμό σας, για να σας κλίσει στην στοργική μητρική της αγκαλιά.» Δόξασε τον Καλό Θεό ο δίκαιος αυτός άνθρωπος και τον ευχαρίστησε μέσα από την καρδιά του για το μεγάλο δώρο του προς τους ανθρώπους, για την Παναγία μας. 


Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΚΑΘΙΕΡΩΝΕΤΑΙ

Έκτοτε καθιερώθηκε να γίνεται μεγάλη γιορτή και πρέπει αναφέρουμε ότι το 1944, πριν ακόμα τελειώσει η γερμανική κατοχή, γιόρτασαν για πρώτη φορά το θαύμα της Παναγίας και ευχαρίστησαν το Θεό για τη σωτηρία τους από τους Γερμανούς κατακτητές. Μάλιστα το απολυτίκιο του θαύματος, το έγραψε ο τότε Μητροπολίτης Λιβαδειάς, ο μακαριστός Συνέσιος, που καταγόταν από την Τήνο και κοιμήθηκε το 1944. Αυτό δείχνει πως ο ίδιος ο Μητροπολίτης της περιοχής, πριν ακόμα περάσει λίγος καιρός από τότε που έγινε το γεγονός, το περιέβαλε με το κύρος του και έγραψε μάλιστα και τους πρώτους ύμνους, ούτως ώστε να γεραίρεται το θαύμα της Παναγίας. Το απολυτίκιο αυτό γράφτηκε κατ’ απομίμηση του απολυτικίου της ευρέσεως της εικόνας της Παναγίας της Τήνου.

Τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ της 9ης προς τη 10η Σεπτεμβρίου του 1943; Εμείς οι Έλληνες, είμαστε άνθρωποι οι οποίοι πιστεύουμε, αλλά είμαστε και άνθρωποι, που μας αρέσει να ψαχνόμαστε. Σκέφτομαι καμιά φορά : «Δεν υπάρχει άλλη πίστη στον κόσμο που να αφήνει τον άνθρωπο ελεύθερο να ψάχνει». Για μας τους ορθοδόξους δεν ισχύει το «πίστευε και μη ερεύνα», αλλά το πιστεύω και ερευνώ. Λοιπόν, εμείς οι Έλληνες είμαστε άνθρωποι, που μας αρέσει να ψαχνόμαστε, αλλά και πιστεύουμε. Και ξέρουμε ότι, όπου υπάρχει πίστη, έρχεται σαν απάντηση το θαύμα. «Είναι το φίλτατο τέκνο της πίστεως το θαύμα», όπως λέει ο μεγάλος Γερμανός ποιητής ο Γκαίτε. Έτσι και εκείνη τη βραδιά, που όλα τα ‘σκιασε η φοβέρα και τα πλάκωσε η σκλαβιά, κάποιες ψυχές, που τις ξέρει μόνο ο Θεός, θα σκέφτηκαν ότι για πάνω από χίλια χρόνια, στον Ορχομενό ήτανε Βασίλισσα και Προστάτιδα η Παναγία κι άμα η Παναγία ήθελε, δεν επρόκειτο να πάθουν το παραμικρό. Οι άνθρωποι αυτοί σίγουρα προσευχήθηκαν και μπορούμε να φανταστούμε μια ωραία εικόνα. Την Παναγία μας να τρέχει, να γονατίζει μπροστά στο Χριστό μας και να τον παρακαλεί για τον Ορχομενό και για τους κατοίκους του. Κι ο Χριστός μας, που όπως ξέρουμε, ότι ζητήσει η Παναγία για χάρη μας, πάντοτε το ικανοποιεί, θα της είπε χαμογελώντας «Μάνα, αφού τους αγαπάς τόσο πολύ, πήγαινε βοήθησέ τους και σώσε τους». Και πραγματικά ήρθε η Παναγία και έσωσε και τον Ορχομενό και τους κατοίκους του.

Το γεγονός αυτό το ζουν έντονα οι κάτοικοι του Ορχομενού. Αγαπούν με πάθος το ναό της Παναγίας. Τον θεωρούν χώρο δικό τους. Αν κουβεντιάσεις μαζί τους, θα δεις ότι όποτε μιλάνε για την Παναγία λένε πάντα «η Παναγία μας». Ταύτισαν το πρόσωπο της Παναγίας με αυτή την εκκλησία, και θεωρούν ότι η Παναγία είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερα δικό τους κι έτσι βέβαια είναι και η πραγματικότητα για όλους εμάς τους Χριστιανούς, γιατί η Παναγία είναι η μεγάλη μας Μάνα.

Σώζεται μία συνέντευξη του Γερμανού στην Ευγενία Περιορή, η οποία τελειώνει με την εξής φράση «η συνάντησή μου με αυτή τη γυναίκα», (εννοεί τη Παναγία) «άλλαξε ριζικά τη ζωή μου». Και μάλιστα πριν από λίγους μήνες μία κυρία η οποία κατάγεται από τον Ορχομενό και μένει χρόνια στην Αθήνα είχε παντρευτεί, δεν έκανε παιδιά δικά της, είχε ένα βαφτιστήρι, που ήτανε χρόνια στη Γερμανία και αποφάσισε να πάει να βρει το βαφτιστήρι της. Πηγαίνοντας στη Γερμανία την υποδέχθηκε ο βαφτιστικός της, και την πήγε στο σπίτι του, όπου είδε τα παιδιά του. Η νονά του τον ρώτησε που βρίσκεται η γυναίκα του και αυτός απάντησε ότι η γυναίκα του δουλεύει και θα γυρίσει το απόγευμα». Λέει «Η γυναίκα σου δε θα ‘ναι Ελληνίδα». «Ε όχι,» λέει, «είναι Γερμανίδα». Ε! Λίγο στεναχωρήθηκε η γιαγιά. Ήρθε η γυναίκα στο σπίτι. Συστήθηκαν, έκανε το διερμηνέα ο βαφτιστικός και της λέει κάποια στιγμή η κοπέλα (το κατάλαβε που στεναχωρήθηκε που ήταν Γερμανίδα) «Μην στεναχωριέσαι νονά, που είμαι Γερμανίδα. Μπορεί να είμαι Γερμανίδα, αλλά όμως είμαι Ορθόδοξη». Έμεινε η γιαγιά, «Ορθόδοξη από πού;» «Σε βάφτισε, όταν σε παντρεύτηκε ο βαφτιστικός μου;». «Όχι» της απαντάει. «Είμαι δισεγγονή του Γερμανού αξιωματικού, ο οποίος στον Ορχομενό συναντήθηκε με την Παναγία και μας μιλούσε πάντοτε για την ιστορία αυτή. Τον πρόλαβα και εγώ μικρό παιδάκι και όλη η οικογένεια είμαστε Ορθόδοξοι. 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ένα περιστατικό από την επανάσταση του 1821. Αναφερόμαστε στον Άγιο του ’21, τον μπαρμπα-Γιάννη το Μακρυγιάννη, αυτόν που πραγματικά η πίστη του στο Θεό ήτανε τόσο μεγάλη. Αναφέρει κάπου στα απομνημονεύματά του ότι, όταν ο Ιμπραήμ σάρωνε την Πελοπόννησο και δεν άφηνε τίποτα όρθιο, πήγε κι αυτός με μερικούς αγωνιστές στους Μύλους του Άργους και έκανε κάτι πρόχειρα ταμπούρια, για να αντιμετωπίσει τους ξένους, που θα ερχόντουσαν. Πήγε τότε ο Γάλλος ο Ναύαρχος ο Δεριγνύ, (ο Δεριγνής, όπως τον αναφέρει ο Μακρυγιάννης που ήταν αγράμματος) και του είπε «Στρατηγέ, οι θέσεις σας είναι αδύνατες. Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσετε, ούτε τους Τούρκους, ούτε τους Αιγύπτιους, που έρχονται κατά εδώ». Έκανε το σταυρό του τότε, ο Μακρυγιάννης, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε « Το ξέρω ναύαρχέ μου ότι οι θέσεις μας είναι αδύνατες, κι εμείς είμαστε αδύνατοι, αλλά είναι δυνατός ο Θεός μας, ο οποίος μας βοηθά και με τη βοήθεια αυτού του Θεού θα ελευθερώσουμε αυτή τη μικρή πατρίδα.» Και πράγματι, όπως αναφέρει,, με τη βοήθεια του Θεού, ελευθέρωσαν την Ελλάδα μας. Έτσι κι εμείς με τη βοήθεια Του Θεού, αν ξαναγυρίσουμε σε Εκείνον, αν κλάψουμε για τα λάθη μας και διορθώσουμε τα λάθη μας, σίγουρα θα τα καταφέρουμε και πάλι. Γιατί η πατρίδα μας προορίστηκε να ζήσει και θα ζήσει, γιατί θα πρέπει να δίνει πάντοτε τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού ανά τους αιώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου