Το ιστορικό του ναού

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ 
ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ 

Η προσφορά της Παναγίας στον Ορχομενό

Η εκκλησία της Παναγίας για πάρα πολλά χρόνια ήτανε Καθολικό Μοναστηριού, το γνωστό Μοναστήρι της Παναγίας της Σκριπούς. Για το Μοναστήρι έχουμε κάποιες σκόρπιες πληροφορίες. Γνωρίζουμε ότι ήτανε πάντα ανδρικό Μοναστήρι και ξέρουμε ότι είχε πολύ μεγάλη περιουσία. Βγαίνοντας από την εκκλησία, όλος ο κάμπος, προς τα κάτω μέχρι το Χλωμό απέναντι και προς τα κάτω και αριστερά πίσω από το Ακόντιο όρος ανήκε στο Μοναστήρι. 60.000 στρέμματα γης βρέθηκαν στην κυριότητα του μοναστηριού μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Όλα αυτά τα κτήματα κατά καιρούς μοιράστηκαν στους κατοίκους της περιοχής. Δεν πουλήθηκε ούτε ένα εκατοστό γης πουθενά. Μάλιστα, μέσα στα κτήματα της εκκλησίας είναι κτισμένα το στάδιο του Ορχομενού, τα δύο Γυμνάσια, το Λύκειο, το Δημοτικό Σχολείο και τα δύο κλειστά Γυμναστήρια. Όλα αυτά είναι μια συνεχής προσφορά της εκκλησίας της Παναγίας μας προς τους κατοίκους του Ορχομενού. Ακόμα σε μια μεγάλη έκταση που ανήκε στην Παναγία έχει εγκατασταθεί ένα ολόκληρο χωριό από Σαρακατσαναίους, οι οποίοι έχουν φτιάξει σπίτια και έχουν και μεγάλους γεωργικούς κλήρους, τους οποίους καλλιεργούν μέχρι σήμερα.


ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Γνωρίζουμε επίσης, πως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι μοναχοί βοήθησαν πάρα πολύ τους κατοίκους της περιοχής. Ο Ορχομενός ουδέποτε υπέστη παιδομάζωμα, ούτε και μπόρεσαν ποτέ οι Τούρκοι να πάρουν κορίτσια για τα χαρέμια του Σουλτάνου και των πασάδων. Και τούτο διότι οι φλεγόμενοι από φιλοπατρία, αλλά και αγάπη για το ποίμνιο τους ηγούμενοι της Παναγίας είχαν μόνιμα δύο μοναχούς, οι οποίοι έβγαζαν σκοπιά 24 ώρες το 24ωρο. Ένας μοναχός βρισκόταν στο λόφο απέναντι από την Παναγία για να ελέγχει τον κάμπο προς τη Λιβαδειά, που ήτανε η έδρα του πασά και τον κάμπο προς την Καρυά, ένα μικρό χωριό δίπλα, που ήτανε η έδρα του αγά. (Μέσα στον Ορχομενό ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν οι Τούρκοι. Οι Ορχομένιοι έλεγαν ότι δεν τους ήθελε η Παναγία.) Ο δεύτερος μοναχός έβγαζε σκοπιά στο παλιό καμπαναριό, πίσω από τα κελιά της Παναγίας. Ο πρώτος μοναχός όταν έβλεπε ύποπτες κινήσεις άναβε μία φωτιά. Ο δεύτερος μοναχός βλέποντας τον καπνό, χτυπούσε τις καμπάνες, οι μανάδες έπαιρναν τα παιδιά τους, τα έφερναν στην εκκλησία, και στο πρόναο της εκκλησίας υπήρχε μία καταπακτή. Η καταπακτή αυτή οδηγούσε σε μία σήραγγα, η οποία διασχίζει όλο το προαύλιο, και φτάνει απέναντι στο λόφο που είναι το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Από εκεί υπάρχει μία δεύτερη σήραγγα, η οποία οδηγεί στην αρχαία Ακρόπολη του Ορχομενού. Έβαζαν οι μοναχοί τα παιδιά μέσα στη σήραγγα αυτή, έκλειναν την καταπακτή, ερχόντουσαν οι Τούρκοι, έψαχναν για παιδιά, αλλά πουθενά παιδιά. Το μυστικό αυτό ουδέποτε προδόθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Δυστυχώς όμως οι πατέρες του μοναστηριού πολλές φορές πλήρωσαν τη μανία των Τούρκων. Έτσι έγινε και το 1821. Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, επειδή οι μοναχοί βοηθούσαν τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, ο πασάς της Λιβαδειάς έκανε επιδρομή, έκαψε και την εκκλησία και το μοναστήρι και έσφαξε τους πιο πολλούς από τους εξήντα πατέρες που ζούσαν τότε στο μοναστήρι. Όσοι μοναχοί κατόρθωσαν να γλιτώσουν, με επικεφαλής τον ηγούμενο Νικηφόρο, έφυγαν για το Μοριά και εγκαταβίωσαν στο μοναστήρι της Αγίας Ελεούσας κοντά στο Βαρθολομιό της Ηλείας. Ο Νικηφόρος μάλιστα, έγινε οπλαρχηγός στο Μοριά, πήρε μέρος σε πολλές μάχες και περιγράφεται σαν ένας άνθρωπος, που ήτανε πάρα πολύ μορφωμένος, πάρα πολύ έξυπνος, πάρα πολύ πεισματάρης, αλλά και αγαπούσε πάρα πολύ την πατρίδα. Και μάλιστα αναφέρεται ότι «πολλές φορές δεν μπορούσαν οι σύγχρονοί του να καταλάβουν αν αυτός ο καλόγερος αγαπούσε πιο πολύ την πίστη του ή την πατρίδα του». Βέβαια, εμείς σαν Έλληνες το καταλαβαίνουμε, γιατί είναι αυτό που λέμε ότι «Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία πάνε μαζί», ότι ο Ορθόδοξος Έλληνας αγαπά και το Χριστό και την Ελλάδα. Μετά την απελευθέρωση, ορισμένοι μοναχοί γύρισαν πίσω, ο Νικηφόρος προτίμησε να μείνει στο Μοριά και με επικεφαλής τον Ηγούμενο Δαμασκηνό το Μοναστήρι ξαναλειτούργησε. Το 1834 υποδέχθηκαν στο μοναστήρι τον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας τον Όθωνα. Μας κάνει εντύπωση αυτό, γιατί ο Όθωνας, όπως ξέρουμε έμεινε πάντοτε καθολικός στο θρήσκευμα. Το γεγονός αυτό να επισκέπτεται ένας καθολικός βασιλιάς ένα Ορθόδοξο μοναστήρι αποδεικνύει πως το μοναστήρι της Σκριπούς ήταν ιδιαίτερα ακμαίο και ρωμαλέο την περίοδο αυτή. Και το μοναστήρι συνέχισε την λειτουργία του μέχρι το 1894. Στο μοναστήρι φιλοξενήθηκε ο μεγάλος Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Φιλοξενήθηκα στο Μοναστήρι της Παναγίας της Σκριπούς και κάθε απόγευμα, πίναμε τον καφέ μας μαζί με τον αγαθό ηγούμενο Θεοδόσιο, κάτω από το μεγάλο κυπαρίσσι το οποίο βρίσκεται κοντά στην είσοδο της Παναγίας.» Είναι το ίδιο κυπαρίσσι, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Για την ιστορία, ο αγαθός ηγούμενος Θεοδόσιος, ήτανε αδελφός της προγιαγιάς του σημερινού Μητροπολίτη Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης π. Ιγνατίου Τριάντη.


Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ

Το 1894 έγινε ο μεγάλος σεισμός, ήταν τότε που ενεργοποιήθηκε το ρήγμα της Αταλάντης. Από το σεισμό η εκκλησία έπαθε πάρα πολλές ζημιές. Ράγισε σε πολλά σημεία στην οροφή, έπεσε ένα μέρος από τον τρούλο και μετά το σεισμό οι πατέρες εγκατέλειψαν το μοναστήρι, παίρνοντας μαζί τους σχεδόν ολόκληρη την εκκλησία. Το μόνο που έμεινε είναι μια μικρή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Είναι η εφέστεια, θα λέγαμε, εικόνα του ναού. Ακόμα έμεινε ένα χρυσό δισκοπότηρο, το οποίο φυλάσσεται εκτός ναού. Αυτός που είχε κάνει δώρο το δισκοπότηρο έγραψε στη βάση γύρω γύρω, ανορθόγραφα μάλιστα, «τούτο το δισκοπότηρο ίνε της Παναΐας και όποιος το πάρει την κατάρα της να ‘χει.» Ακόμα και οι πατέρες όταν έφυγαν μετά το σεισμό δεν διανοήθηκαν να πάρουν μαζί τους το δισκοπότηρο κι έτσι έμεινε εδώ. Την νύχτα που έγινε ο σεισμός υπάρχει μία ιστορία, που την διηγήθηκαν στον σημερινό εφημέριο π.Χαράλαμπο δύο γέροντες. Διηγείται ο π.Χαράλαμπος: « Ήτανε 25 Ιουλίου 1982. Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Ιερώνυμος, νέος τότε Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας με χειροτόνησε Ιερέα στον ναό της Παναγίας. Θυμάμαι 12.05 το μεσημέρι τέλειωσε η ακολουθία, είπε το «δι’ ευχών» ο Μητροπολίτης. Ήταν κόσμος πολύς, χαιρετούσαν για ώρα πολύ και στο τέλος ήρθαν δυο γέροντες που φαινόντουσαν ότι ήταν πάρα πολύ ηλικιωμένοι. Μου συστήθηκαν βέβαια, μου είπαν ότι ο ένας ήταν 97 ετών και ο άλλος 102 και ήρθαν στην εκκλησία γιατί ήθελαν να δώσουν τα συγχαρητήρια στον καινούριο ιερέα που χειροτονήθηκε. Αφού μου ευχήθηκαν να πάρω τα χρόνια τους και να είμαι πολλά χρόνια ιερέας στην Παναγία, μου λένε «Θα σου πούμε και μια ιστορία που εμείς τη ζήσαμε σαν μικρά παιδιά» και μου είπαν ότι τη νύχτα εκείνη που έγινε ο σεισμός, εκεί που έσμιγε η νύχτα με την αυγή, ακούστηκε σε όλο το χωριό μία γυναίκα, η οποία έκλαιγε και φώναζε και έλεγε «Σπιτάκι μου σε έχασα απόψε, γιατί πήγα να σώσω τα καράβια». Και συνέχισαν οι γέροντες «Όλο το χωριό μικροί και μεγάλοι είπαμε ότι αυτή η φωνή είναι της Παναγίας, που κλαίει για την κατεστραμμένη εκκλησία της».

Η εκκλησία μετά το σεισμό, εγκαταλείφτηκε από τους πατέρες. Λειτουργούσαν μόνο οι ντόπιοι στις 23 Αυγούστου, που ήτανε η μεγάλη πανήγυρη της Παναγίας κι έμπαιναν μέσα στο ναό οι πλέον θαρραλέοι. Η εκκλησία έμεινε σε αυτή τη κατάσταση περίπου είκοσι χρόνια, μέχρι που ήρθε στον Ορχομενό η γυναίκα του Βενιζέλου η Έλενα. Η Έλενα εντυπωσιάστηκε πάρα πολύ από την εκκλησία, έστω και σε αυτή την άσχημη κατάσταση που βρισκόταν. Η Έλενα μεσολάβησε στο Βενιζέλο, και ο ιδρυτής της Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων, ο οποίος ήταν και βουλευτής Αττικοβοιωτίας, κήρυξε την Παναγία ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Τότε ήρθε στον Ορχομενό ο καθηγητής Αναστάσιος Ορλάνδος, ο μεγάλος αυτός Βυζαντινολόγος, ο οποίος, αφού γκρέμισε τον παλιό τρούλο, ξεσκέπασε την εκκλησία στο σχήμα του σταυρού, έριξε τις τέσσερις τσιμεντένιες κολώνες, πάνω στις οποίες στήριξε τον καινούριο τρούλο και έριξε και τα τσιμέντα, που βλέπουμε στην οροφή της εκκλησίας. Αφού αποκαταστάθηκε ο ναός, η εκκλησία παραδόθηκε στους κατοίκους του Ορχομενού και έκτοτε λειτουργεί ως ενοριακός ναός.


Ο ΒΑΡΒΑΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΙΕΡΟΣ ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ 
ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ 
(ΑΝΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1995)

To 1995, ανήμερα Χριστούγεννα, τότε που έκαιγαν τις εκκλησίες τη μία μετά την άλλη, έγινε η αρχή από την εκκλησία της Παναγίας. Κάποιοι βέβηλοι, αφού έσπασαν τα παράθυρα στον πρόναο, πέταξαν μέσα εύφλεκτες ύλες και η εκκλησία παραδόθηκε στη φωτιά και στην καταστροφή. Από τη φωτιά έγιναν μεγάλες ζημιές, κάηκε ό,τι υπήρχε στον πρόναο, τα προσκυνητάρια, οι εικόνες, μέχρι τα καντήλια τα ασημένια λιώσανε. Είχαν λιώσει από την υψηλή θερμοκρασία. Ακόμα και τα γλυπτά σε κάποια σημεία, ασβεστοποιήθηκαν και διαλύθηκαν. Ευτυχώς βέβαια, η φωτιά δεν προχώρησε μέσα στον κυρίως ναό. Μάλιστα, εκεί που είναι η είσοδος από τον πρόναο στον κυρίως ναό, υπήρχαν κρεμασμένες λαμπάδες και στην μια πλευρά και στην άλλη και ακριβώς μεσοτοιχία με τις λαμπάδες ήταν ένα στασίδι. Οι λαμπάδες καήκαν όλες, το στασίδι έγινε κατάμαυρο, αλλά η φωτιά δε μπήκε από εκεί και μέσα. Λες και κάποιος καθόταν εκεί και εμπόδιζε τη φωτιά να προχωρήσει. Βέβαια η αιθάλη είχε καλύψει τα πάντα και η υπερβολικά ψηλή θερμοκρασία είχε κάνει μεγάλες ζημιές και σε πολλές εικόνες και στο ξυλόγλυπτο τέμπλο και σε άλλα αντικείμενα και στον κυρίως ναό και στο Άγιο Βήμα! Αναφέρει και πάλι ο εφημέριος της Παναγίας: «Δυο γεγονότα θα θυμάμαι στη ζωή μου σαν τα πιο φοβερά. Το ένα ήταν όταν βομβάρδιζαν οι Τούρκοι κατά τη εισβολή στην Κύπρο, γιατί πραγματικά δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς, γιατί βομβάρδιζαν και από θάλασσα και από ξηρά και από αέρα. Και το δεύτερο ήταν η φωτιά στην Παναγία. Με ειδοποίησαν ότι καίγεται η Παναγία. Είχα πάθει κολικό του νεφρού και ήμουνα ξαπλωμένος. Βγήκα έξω από το πρεσβυτέριο με τις πυτζάμες όπως ήμουν και είδα έντρομος να βγαίνουν μαύροι καπνοί από παντού, από τα παράθυρα, από τον τρούλο, μέχρι και από τα παράθυρα του ιερού. Τρέχοντας ξεκλείδωσα και άνοιξα την κεντρική είσοδο. Μόλις την άνοιξα με έζωσαν οι φλόγες και πετάχθηκα πίσω πέντε μέτρα. Πώς έκανα αυτό το άλμα προς τα πίσω; Ανθρώπινα δεν μπορώ να το εξηγήσω. Λες και κάποιος με άρπαξε και με πέταξε πίσω με ορμή. Όταν σβήστηκε η φωτιά μετά από ώρα, εγώ ανησυχούσα πιο πολύ για τα τρία ιερά αντικείμενα, την μικρή εικόνα της Κοιμήσεως, την εικόνα του θαύματος που βρισκόταν στο κέντρο του ναού και για τη θαυματουργή εικόνα, που βρισκόταν στο τέμπλο του Αποστόλου Παύλου. Μπαίνοντας μέσα στο ναό είδα ότι η μικρή εικόνα της Κοιμήσεως και η εικόνα του Θαύματος βρισκόντουσαν στη θέση τους. Απλά πυκνή αιθάλη είχε σκεπάσει το τζάμι των εικόνων. Θυμάμαι σκούπισα με το χέρι μου την αιθάλη, που είχε καλύψει το τζάμι και οι εικόνες από κάτω φαινόταν ότι δεν είχαν πάθει τίποτα. Μετά πήγα προς το ιερό του Αποστόλου Παύλου, όπου βρισκόταν η θαυματουργή εικόνα. Η εικόνα ήταν στο τέμπλο του Αποστόλου Παύλου και ήτανε χωρίς τζάμι. Η μοναδική εικόνα που δεν είχε ποτέ τζάμι, ούτε εμείς είχαμε βάλει τζάμι, κι είχε μόνο ένα φωτοστέφανο η Παναγία και ήτανε και το χέρι της Παναγίας ασημωμένο. Η υπόλοιπη εικόνα ήτανε εντελώς απροστάτευτη. Η εικόνα δε φαινότανε καθόλου. Πυκνή αιθάλη την είχε καλύψει, το μόνο που φαινόταν ήταν τα μάτια της Παναγίας. Είναι μια σκηνή που δεν θα τη ξεχάσω ποτέ. Τη θυμάμαι πάντα και συγκινούμαι. Να μη βλέπεις τίποτα παρά μόνο δυο μάτια, τα μάτια της Παναγίας, που κοιτούσαν παραπονεμένα σαν να μου έλεγαν, «Γατί να μου κάψουν την εκκλησία μου; Γιατί να κάνουν αυτό το μεγάλο κακό;». Και εκείνο το βράδυ, γονάτισα μέσα στα αποκαΐδια και είπα: «Παναγία μου, αφού επέτρεψες να γίνει αυτό το μεγάλο κακό τις μέρες που εγώ υπηρετώ εδώ στο ναό σου, αξίωσέ και μένα και τους ενορίτες σου, αλλά και όλους τους Ορχομένιους να ξαναφτιάξουμε την εκκλησία σου». 

Έτσι ξεκίνησε μετά ένας μεγάλος αγώνας. Έγινε πρώτα απ’ όλα ο καθαρισμός και η συντήρηση της εικόνας της Παναγίας μας, με άριστα αποτελέσματα. Η εικόνα καθάρισε και τα χρώματα της ζωντάνεψαν. Όπως είπαν οι συντηρητές ο αγιογράφος της εικόνας είχε χρησιμοποιήσει πάρα πολύ καλά υλικά. (Εγώ πιστεύω ότι είναι η χάρις της Παναγίας και γι’ αυτό η εικόνα διατηρείται τόσο καλά, ώστε πολλοί να νομίζουν ότι αγιογραφήθηκε μόλις πρόσφατα). Η εικόνα είναι ρωσικής τέχνης, ονομάζεται «Όμορφη Παναγιά», και όπου και αν σταθούμε η Παναγία μας παρακολουθεί με το άγιο και γαλήνιο βλέμμα της. Σήμερα η εικόνα αυτή έχει τοποθετηθεί σε ιδιαίτερη θέση για προσκύνημα και προστατεύεται από ωραιότατη κορνίζα και ασημένιο πουκάμισο αρίστης τέχνης. Το πουκάμισο αυτό είναι δωρεά ενός ζευγαριού για το μεγάλο θαύμα, που έκανε η Μεγαλόχαρη στο παιδί τους. Διηγείται και πάλι ο π. Χαράλαμπος: « Ήταν το 1983, λίγες μέρες μετά το Πάσχα. Με πλησίασε μια γυναίκα και με παρακάλεσε να κατέβω στο μαιευτήριο Μητέρα στην Αθήνα για να αεροβαπτίσω το νεογέννητο παιδάκι της, που είχε πολύ υψηλό ίκτερο, όπως με πληροφόρησε. Πέντε φορές του είχαν κάνει αφαιμαξομετάγγιση και δυστυχώς ο ίκτερος ανέβαινε και πάλι στους 30ο βαθμούς. Μάλιστα οι γιατροί την είχαν διαβεβαιώσει ότι και να ζούσε το μωρό, που οι πιθανότητες ήταν ελάχιστες, θα ήταν ανάπηρο σωματικά η διανοητικά. Η μητέρα επειδή ήθελε οπωσδήποτε να γίνει νεκρώσιμη ακολουθία στο νεογέννητο παιδί της με παρακαλούσε να πάω στην Αθήνα να το αεροβαπτίσω. Συνεννοηθήκαμε και την άλλη μέρα κατέβηκα στο μαιευτήριο και το αεροβάπτισα. Χαιρέτισα και έφυγα από το μαιευτήριο και γύρισα στον Ορχομενό. Δεν πρόλαβα να γυρίσω και με ειδοποίησαν ότι με ψάχνει η μητέρα του παιδιού. Υπέθεσα ότι το μωρό είχε πεθάνει και με ήθελε για να κανονίσουμε την νεκρώσιμη ακολουθία. Την πήρα τηλέφωνο και γεμάτη από χαρά μου είπε να κατέβω στην Παναγία και να ανάψω μια λαμπάδα ευχαριστώντας την Κυρία Θεοτόκο για την σωτηρία του νεογέννητου παιδιού της. Ρώτησα τι είχε συμβεί και μου είπε: δεν θα είχατε φύγει ακόμα από το μαιευτήριο, όταν μια νοσοκόμα με ειδοποίησε να πάω στο χώρο όπου βρισκόταν το παιδί μου. Μπαίνοντας μέσα άκουσα το παιδί μου για πρώτη φορά να κλαίει πολύ δυνατά. Το πλησίασα και είδα ότι η κιτρινίλα είχε εξαφανιστεί. Μάλιστα η νοσοκόμα, μου είπε ότι ήδη του πήραν αίμα για να κάνουν καινούρια μέτρηση και με παρακάλεσε να το θηλάσω. Έτρωγε πολύ λαίμαργα και με κοιτούσε στα μάτια. Όλα έδειχναν ότι το μωρό δεν είχε πια ίκτερο. Το επιβεβαίωσε και η εξέταση που είχε γίνει. Σε δυο μέρες μας έδωσαν εξιτήριο και γυρίσαμε στο χωριό. Το μωρό ήταν απολύτως καλά .» και ολοκληρώνει ο π. Χαράλαμπος « Το παιδί μεγάλωσε, σπούδασε ηλεκτρονικός, είναι ένας λεβέντης 1,90 και είναι μια χαρά, δεν έχει απολύτως κανένα σωματικό η διανοητικό πρόβλημα. Κάποια στιγμή οι γονείς έφτιαξαν το ασημένιο πουκάμισο, το οποίο έκτοτε σκεπάζει την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας μας.

Για να συντηρηθεί η εκκλησία και να αποκατασταθούν οι ζημιές από τον εμπρησμό και οι φθορές του χρόνου χρειάστηκε να κάνουμε μεγάλο αγώνα. Πολλοί άνθρωποι πίστεψαν ότι ήρθε η ώρα για να μας βγάλουν έξω από το ναό, να μας αποβάλουν από το ναό, να μετατραπεί η εκκλησία σε μουσείο. «Θυμάμαι με συγκίνηση», αναφέρει και πάλι ο π.Χαράλαμπος, «λειτουργούσαμε για πολύ καιρό χωρίς παράθυρα και χωρίς θέρμανση. Χαρακτηριστικά τα πρώτα Θεοφάνεια που είχε χιονίσει, ήτανε όλα χιονισμένα γύρω γύρω και εμείς κάναμε μέσα την ακολουθία. Και θυμάμαι συνεχίζει ο π. Χαράλαμπος, μιλώντας στους Χριστιανούς, ξεκίνησα το κήρυγμα με αυτά που λέει ο Μέγας Βασίλειος για τους Σαράντα Μάρτυρες «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος» και τους λέω: «αυτά που ζούμε τώρα, θα τα θυμόμαστε κάποτε, θα δοξάζουμε το Θεό, γιατί με τη συμπεριφορά μας κρατήσαμε την εκκλησία στα χέρια μας» και πραγματικά υποχώρησαν οι αρμόδιοι, όπως και όλοι εκείνοι που ήθελαν να κάνουν την εκκλησία μουσείο. Κάναμε εράνους και χρηματοδοτήσαμε τις μελέτες οι οποίες εγκρίθηκαν από το κεντρικό αρχαιολογικό συμβούλιο. Έγινε η αποκατάσταση του ναού, κατέβηκε το δάπεδο και τότε βρέθηκε το ψηφιδωτό δάπεδο του παλαιοχριστιανικού ναού, το πηγάδι και το σύνθρονο μέσα στο Άγιο Βήμα, το οποίο ήτανε θαμμένο. Το πλέον συγκλονιστικό ήταν οι τάφοι των κτητόρων, που βρήκαμε στον πρόναο, αλλά το ακόμα συγκλονιστικότερο, ήταν οι τάφοι των πατέρων που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους το 1821. Τους είχαν θάψει οι χριστιανοί ακριβώς έξω από το Άγιο Βήμα και κάτω από τον τρούλο σε ομαδικούς τάφους. Οι Ορχομένιοι μετά από την επιδρομή που έκανε ο Τούρκος πασάς το 1821 κατά την οποία έσφαξε τους περισσότερους από τους 60 μοναχούς, που ζούσαν τότε στο μοναστήρι, έσκαψαν μέσα στην εκκλησία και τους ενταφίασαν. Μάλιστα όταν βρέθηκαν οι τάφοι έγινε μια συζήτηση με το σημερινό Αρχιεπίσκοπο για να μαζέψουμε τα οστά, τελικά όμως αποφασίσαμε να τους αφήσουμε στο σημείο που ενταφιάστηκαν και από τη θέση αυτή να τους πάρει ο Κύριος μας κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του. 

Ο ναός αποκαταστάθηκε κτιριακά, το τέμπλο όχι όμως ακόμα. Για την ιστορία υπάρχουν δύο τέμπλα. Το ένα είναι το μαρμάρινο που ανήκει στον ένατο αιώνα (σώζονται κάποια κομμάτια) και υπάρχει και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Τουρκοκρατίας. Η αρχαιολογία αρχικά αποφάσισε να ξαναμπεί το μαρμάρινο. Τελικά στην πορεία αποφάσισαν να ξαναμπεί το ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο όμως δυστυχώς ακόμα δεν έχει συντηρηθεί. Μόλις πρόσφατα η 23η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησε τη συντήρηση του. Οι εικόνες του τέμπλου έχουν συντηρηθεί και φυλάσσονται. Και μια και μιλάμε για τις εικόνες, πρέπει να αναφέρουμε ότι μέσα στο ναό βρίσκονται και δύο εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Οι εικόνες αυτές έχουν μια μεγάλη ιστορία. Αγιογραφήθηκαν το 1875 στη Θήβα της Βοιωτίας και από τη Θήβα βρέθηκαν στη Σμύρνη. Το 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή, τις έφεραν οι πρόσφυγες στον Ορχομενό και τις πήγαν στο ξωκλήσι, των Αγίων Αναργύρων. Επειδή όμως κάποτε έγινε μια ληστεία στο ξωκλήσι και έκλεψαν το φωτοστέφανο της Παναγίας, για λόγους ασφαλείας τις μεταφέραμε στο ναό της Παναγίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου